Τρίτη 15 Ιουλίου 2014

Λουβουδιά (Chenopodium album)



Γνωστό και ως Χηνοπόδιο. Στο χωριό μας το λέμε Λεμποτιά και φυτρώνει ως αγριόχορτο. Ανήκει στο βασίλειο Plantae και στην οικογένεια Chenopodiaceae. Θα το συναντήσουμε σχεδόν παντού στη Γη σε πλούσια με άζωτο εδάφη, σε αμμώδη ή αργιλώδη εδάφη καθώς και σε εδάφη πλούσια σε οργανική ύλη. Θα το δείτε συχνά σε σκουπιδότοπους. Δεν μπορεί να αναπτυχθεί στη σκιά. Προτιμά υγρό χώμα και ποικίλο ph. Είναι ετήσιο, σπόρο-αναπαραγόμενο με πολύ βαθιά ρίζα αγριόχορτο. Φυτρώνει την Άνοιξη και μπορεί να ξεπεράσει σε ύψος ακόμη και το 1,5 μέτρο. Τα  φύλλα που είναι κοντά στη βάση του φυτού, είναι οδοντωτά, περισσότερο οβάλ και μπορεί να φτάσουν μέχρι και 7 εκατοστά σε μήκος. Τα φύλλα στο επάνω μέρος του ανθοφόρου βλαστού είναι μικρότερα (μέχρι 2 εκ) και λογχοειδή-ρομβοειδή. Το χρώμα τους είναι ανοικτό γκριζοπράσινο. Έχει ένα κεντρικό όρθιο βλαστό που διακλαδίζεται καθώς μεγαλώνει (και λεπταίνει στις άκρες του). Τα άνθη της  είναι μικρά, πρασινωπά, σε πυκνές μασχαλιαίες και συμμετρικές βοτρυοειδείς ταξιανθίες. Είναι ερμαφρόδιτα (έχει τόσο αρσενικά όσο και θηλυκά όργανα) και γονιμοποιούνται από τον άνεμο. Ανθίζει από αρχές καλοκαιριού και οι σπόροι της μπορεί να φτάσουν και τις 20000 ανά μεγάλο φυτό. Οι σπόροι πέφτουν σε λήθαργο και διατηρούν τη βλαστικότητα τους για δεκαετίες.



Σύσταση:

Η λουβουδιά περιέχει ένα πλήθος από θρεπτικά και ωφέλιμα για τον άνθρωπο (και όχι μόνο) στοιχεία. Μεταφέρω την σύσταση του βρώσιμου μέρους του φυτού (αξία ανά 100 g), από την επίσημη βάση δεδομένων USDA.

Ενέργεια 43 kcal, Πρωτεΐνη 4.5 γρ, λίπος 0.80 γρ, Υδατάνθρακες 7.30 γρ, Τέφρα 3.40 γρ. Ορυκτά (σε mg): Ασβέστιο 309, Σίδηρος 1.20, Μαγνήσιο 34, Φώσφορος 72, Κάλιο 452, Νάτριο 43. Βιταμίνες (σε mg): A 21583, C 80, B1 0.6, B2 0.44, B6 0.274, Β3(Νιασίνη) 1.5, Β9(Φυλλικό οξύ) 0.03 κλπ. Ο σπόρος περιέχει περίπου 49% υδατάνθρακες, 16% πρωτεΐνη, 7% τέφρα κλπ. Επίσης περιέχουν τις επικίνδυνες ουσίες σαπωνίνη (κυρίως οι σπόροι, τα γέρικα φύλλα και πιο πολύ οι ρίζες) και οξαλικό οξύ, σε μικρές όμως ποσότητες και τις δύο. Οι ουσίες αυτές σχεδόν εξαφανίζονται με το βράσιμο και το μαγείρεμα.


Εδωδιμότητα:

Η γιαγιά μου έφτιαχνε μια σαλάτα με τα μικρά φύλλα από νεαρές λεμποτιές. Είναι λαχανευόμενο αγριόχορτο και τρώγεται από αρχαιοτάτων χρόνων και σε όλους τους πολιτισμούς. Είναι πλούσιο σε βιταμίνη C (περισσότερο και από το σπανάκι), πολύ πλούσιο σε βιταμίνη Α και πολύ καλή πηγή ασβεστίου, φωσφόρου και καλίου (όπως προαναφέρθηκε). Μαγειρεύεται όπως το σπανάκι. Τα νεαρά φύλλα και οι νεαροί βλαστοί βράζονται για λίγο και τρώγονται σε σαλάτα (όπως το σπαράγγι). Τα ωμά φύλλα είναι γενικά πολύ θρεπτικά, αλλά πολύ μεγάλες ποσότητες πρέπει να αποφεύγονται. Σε ανάλυση απανθρακωμένων φυτικών καταλοίπων που βρέθηκαν σε λάκκους αποθήκευσης και φούρνους της Εποχής του Σιδήρου και της Ρωμαϊκής εποχής στην Ευρώπη, έχουν βρεθεί σπόροι Λουβαδιάς ανάμεσα σε συμβατικούς σπόρους και ακόμη και μέσα στα στομάχια ανθρώπων που είχαν μουμιοποιηθεί πριν 9.000 χρόνια από σήμερα. Στην Ινδία τα φύλλα και τα νεαρά βλαστάρια του φυτού αυτού χρησιμοποιούνται σε πιάτα όπως σούπες , κάρυ και γεμιστά ψωμιά. Ξακουστό Ινδικό φαγητό: Λουβουδιά, ρύζι , κάρυ, κρεμμύδι και πατάτα. . Οι σπόροι της τρώγονται σαν πληγούρι και επιπλέον μπαίνουν σε ήπια αλκοολούχα ποτά που έχουν υποστεί ζύμωση , όπως SooRa και ghanti. Οι σπόροι της τρώγονται (απαραίτητο το μούλιασμα για ένα βράδυ) και επίσης φτιάχνεται ένα πολύ ωφέλιμο αλεύρι. Η Quinoa (Κυνόα) είναι ένα συγγενικό είδος της λουβουδιάς που καλλιεργείται ειδικά για τους σπόρους της. Φυτρώνει και αυτή στον τόπο μας, αλλά δεν είναι τόσο συχνή. Τελευταία διάβαζα μια μελέτη για την καλλιέργεια της Κυνόα στην Ελλάδα και το πόσο αποδοτική μπορεί να είναι. Η λουβουδιά τρώγεται από τα ζώα, κυρίως γουρούνια, κουνέλια και κότες. Φτιάχνονται επίσης και ζωοτροφές από τα φύλλα της και τους σπόρους της.

Καλλιέργεια-Φυτοπροστασία:

Καλλιεργείται στην Ασία, την Λατινική Αμερική και την Αφρική. Στην Ευρώπη και την Βόρεια Αμερική αντιμετωπίζεται ως ζιζάνιο. Εκτός από τις ωφέλιμες χρήσεις για τον άνθρωπο και τα ζώα, έχει πολλές χρήσεις και για τις καλλιέργειες και την φυτοπροστασία. Ως βαθύριζο φυτό που είναι  φέρνει στην επιφάνεια θρεπτικά στοιχεία από τα βαθύτερα στρώματα μέσω των βλαστών και των φύλλων. Με αυτόν τον τρόπο εμπλουτίζεται το έδαφος με θρεπτικά στοιχεία οπότε δεν εξαντλείται από τη συνεχή καλλιέργεια και από τις απώλειες λόγω έκπλυσης τους. Επειδή έχει υψηλή περιεκτικότητα σε πρωτεΐνη, ιχνοστοιχεία και αποθηκεύει υψηλής ποιότητας φώσφορο μπορεί να χρησιμοποιηθεί για ενίσχυση του κομπόστ και για ενσίρωση. Χωράφι που έχει ενσιρωθεί με φυτεία λουβουδιάς δεν χρειάζεται κανένα χημικό λίπασμα. Είναι ιδιαίτερα ευνοϊκή η συγκαλλιέργειά του με πατάτα, καλαμπόκι, αγγούρι, καρπόυζι, κολοκύθι. Αποτελεί πολύ καλό θρεπτικό υπόστρωμα για αρκετά έντομα, και μπορεί να χρησιμοποιηθεί σαν φυτο-παγίδα. Στη φυτοπροστασία μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως Μυκοστατικό, Απωθητικό, Αντιορεκτικό και Αντιβιοτικό. Σε μελέτη για την βιολογική γεωργία της Σχολής Τεχνολογίας Γεωπονίας του Τ.Ε.Ι. Κρήτης βρήκα ότι αντιμετωπίζει τους παρακάτω οργανισμούς: Alternaria solani, Athalia rosae Colletotrichum lindemuthianum, Leptinotarsa decemlineata, Monilinia fructicola, Phyllobius oblongus, Phytodecta fornicata, Pieris brassicae, Ιός πατάτας X, Ιός του μωσαικού του καπνού, νεκρωτικός ιός του καπνού. Σε επόμενο ποστ θα μεταφέρω τα πειράματα που κάνουμε αυτή την εποχή στο μπαξέ μας με ψεκασμό από φύλλα και βλαστούς λουβουδιάς.

Φαρμακευτικές – Θεραπευτικές Ιδιότητες:

Ερευνώντας την διεθνή βιβλιογραφία συγκέντρωσα τις ευεργετικές ιδιότητες της Λουβουδιάς: Το έγχυμα των φύλλων (εκχύλιση ως 70oC) είναι πολύ καλή πηγή βιταμίνης C, αλλά και ασβεστίου. Τα φύλλα είναι ανθελμινθικά (κατά των εντερικών σκουλικιών), αντιφλεγμονώδη, αντιρευματικά, ήπια καθαρτικά, οδοντοαναλγητικά. Έγχυμα του φυτού λαμβάνεται για την θεραπεία των ρευματισμών. Τα φύλλα εφαρμόζονται ως κατάπλασμα πλύσης ή σε τσιμπήματα, στην ηλίαση, τις ρευματικές αρθρώσεις και τα πρησμένα πόδια, ενώ ένα αφέψημα χρησιμοποιείται για τα σάπια δόντια. Οι σπόροι όταν μασηθούν συντελούν στη θεραπεία των προβλημάτων του ουροποιητικού και της ακράτειας. Έχει ελαφρά υποτασική δράση. Ο χυμός των στελεχών εφαρμόζεται στις φακίδες και τα ηλιακά εγκαύματα. Ο χυμός της ρίζας χρησιμοποιείται στη θεραπεία της αιματηρής δυσεντερίας. Οι θρυμματισμένες φρέσκες ρίζες είναι ένα ήπιο υποκατάστατο σαπουνιού. Το αιθέριο έλαιο (0,43% w / w) που απομονώνεται από εναέρια τμήματα του Chenopodium ΒΟΤΡΥΣ παρουσιάζει σημαντική βακτηριοκτόνο και μυκητοκτόνο δράση, έναντι επιλεγμένων στελεχών μικροοργανισμών, όπως: Staphylococcus aureus, Bacillus subtilis, Escherichia coli, Pseudomonas aeruginosa, Aspergillus niger, Candida albicans. Επίσης αναφέρεται ως αντισυλληπτικό και κατασταλτικό του κύκλου του οίστρου.

Κίνδυνοι – Προφυλάξεις:

Αν και συνήθως σε ποσότητες πολύ μικρές για να κάνουν οποιαδήποτε ζημιά ορισμένα μέρη του φυτού (ώριμα φύλλα, σπόροι, ρίζες) περιέχουν σαπωνίνες που είναι τοξικές σε μεγάλες δόσεις. Οι σαπωνίνες μειώνονται αισθητά με βρασμό ή με ημερήσιο μούλιασμα, έτσι ώστε να μην είναι απορροφήσιμες από το ανθρώπινο σώμα. Το χηνοπόδιο περιέχει επίσης οξαλικό οξύ που έχει μια επικινδυνότητα. Το μαγείρεμα θα μειώσει το περιεχόμενο του οξαλικού οξέος και έτσι θα καταστεί ακίνδυνο. Έκθεση σε πολύ μεγάλες ποσότητες από τα φύλλα έχουν προκαλέσει φωτοευαισθησία σε μερικούς ανθρώπους. Πρέπει να αποφεύγεται η συλλογή από εδάφη που είναι πλούσια σε νιτρικά άλατα, αφού έχει αποδειχθεί ότι τα νιτρικά άλατα μπορούν να προκαλέσουν πολλά προβλήματα υγείας. Τέλος αναφέρεται ότι η γύρη της μπορεί να συμβάλει στην αλλεργική ρινίτιδα.

Πηγές:




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου